ἀδήλης

ἀδήλης
ἀ̱δήλης , ἀδηλέω
to be in the dark about
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀδηλέω
to be in the dark about
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδαλής — ἀδαλής, ές (Α) (δωρ. τ. αντί τού ἀδηλής) άβλαβος, υγιής …   Dictionary of Greek

  • ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • φανεροζωικός — ή, ό, Ν φρ. «φανεροζωικός μεγααιώνας» γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που άρχισε από το τέλος τού κρυπτοζωικού μεγααιώνα, δηλαδή τον αιώνα τής άδηλης ζωής, πριν από 570 περίπου εκατομμύρια χρόνια, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”